- σπινέτο
- (Μουσ.). Μουσικό όργανο με πλήκτρα, στο οποίο κρούονται οι χορδές με ακροφτέρουγα που κινούνται με μοχλούς. Η καταγωγή του οργάνου αυτού είναι αβέβαιη: κατά τη γνώμη μερικών κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Βενετία στις αρχές του 16ου αι. από τον κατασκευαστή οργάνων Τζοβάννι Σπινέτι από τον οποίο πήρε και το όνομά του, ενώ αντίθετα, κατά άλλες πηγές, χρονολογείται από τα τέλη του 15ου αι. και το όνομά του προέρχεται από τα φτερά (ιταλ. spine) με τα οποία κρούονται οι χορδές.
* * *το, Νμουσ. το κλείσιμο τής φούγκας, όπου το θέμα τό αρχίζει μια φωνή προτού ακόμη τό τελειώσει η προηγούμενη.
Dictionary of Greek. 2013.